ξεφούρνισμα

ξεφούρνισμα
το, -ατος
1. βγάλσιμο πράγματος από το φούρνο: Το ξεφούρνισμα του φαγητού αργεί ακόμα.
2. ξαφνική παρουσίαση απροσδόκητου πράγματος ή γεγονότος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεφούρνισμα — το [ξεφουρνίζω] 1. εξαγωγή από τον φούρνο 2. μτφ. αιφνίδια και απροσδόκητη παρουσίαση ενός πράγματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”