- ξεφούρνισμα
- το, -ατος1. βγάλσιμο πράγματος από το φούρνο: Το ξεφούρνισμα του φαγητού αργεί ακόμα.2. ξαφνική παρουσίαση απροσδόκητου πράγματος ή γεγονότος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.